τρωγλοδυτος

τρωγλοδυτος
    τρωγλόδυτος
    τρωγλόδῠτος
    2
    Arst. = τρωγλοδύτης См. τρωγλοδυτης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τρωγλοδυτος" в других словарях:

  • τρωγλόδυτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές, τρωγλοδυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + δυτος (< δύω), πρβλ. ρακό δυτος] …   Dictionary of Greek

  • τρωγλοδύτου — τρωγλόδυτος masc/fem/neut gen sg τρωγλοδύτης one who creeps into holes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγλοδύτων — τρωγλόδυτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγλόδυτα — τρωγλόδυτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»